σμικρομερώς

σμικρομερώς
Μ
επίρρ. μετρίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμικρός / μικρός + -μερῶς (< -μερής < μέρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μικρομερής — και σμικρομερής, ές (Α) αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη. επίρρ... μικρομερῶς και σμικρομερῶς (Α) σε μικρή έκταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + μερής (< μέρος), πρβλ. ισο μερής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”